- γλεντζές
- ο , γλεντζού и γλεντζέδισσα η любитель, -ница повеселиться, кутила, гуляка; весельчак
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλεντζές — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ού αυτός που αγαπά τα γλέντια: Ο άντρας της είναι μεγάλος γλεντζές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλεντζές — και γλετζές, ο (θηλ. γλεντζού) αυτός που τού αρέσουν τα γλέντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eğlence] … Dictionary of Greek
Nikitas Platis — Νικήτας Πλατής Born 1912 Amorgos, Greece Died November 14, 1984 Greece Occupation actor Nikitas Platis (Greek: Νικήτας Πλατής, 1912 in Amorgos November 14, 1984 in Athens) was a Greek actor in theater and movi … Wikipedia
γιορτοχαροκόπος — ο 1. ο γλεντζές 2. αυτός που κάνει έντονη και σπάταλη ζωή … Dictionary of Greek
γλεντοκόπος — ο αυτός που γλεντοκοπά, ο γλεντζές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλεντώ + κόπος*] … Dictionary of Greek
κουβαρντάς — και κουβαρδάς και χουβαρδάς, ο 1. αυτός που ξοδεύει με απλοχεριά για τους άλλους, γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, γαλαντόμος 2. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντζές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hovarda] … Dictionary of Greek
μπερμπάντης — και μπιρμπάντης, ο, θηλ. ισσα 1. γυναικάς, ακόλαστος 2. φαύλος, αχρείος 3. γλεντζές 4. έξυπνος, τετραπέρατος, τσαχπίνης, πονηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. birbante] … Dictionary of Greek
ξεφαντωτής — ο [ξεφαντώνω] ο έκδοτος στα ξεφαντώματα, γλεντοκόπος, γλεντζές … Dictionary of Greek
χαροκόπος — Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Καρυστίας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιτάλων. * * * ο, Ν 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τις διασκεδάσεις, γλεντζές 2. παροιμ. «τών ακριβών τα πράγματα σε… … Dictionary of Greek
Σινγκ, Τζον Μίλινγκτον — (Synge) (Ράδφαρχαμ, Δουβλίνο 1871 Δουβλίνο 1909). Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας. Στο Παρίσι γνώρισε τον Γιτς, που άσκησε μεγάλη επίδραση στη λογοτεχνική εργασία του, στην ιδεολογία του και στις αισθητικές του αρχές. Τα θεατρικά έργα του ήταν λίγα … Dictionary of Greek
ελληνίζω — ελλήνισα, ελληνίστηκα, ελληνισμένος, αμτβ. 1. μιμούμαι τους Έλληνες στη γλώσσα, τα ήθη, τις συνήθειες κτλ., φέρνομαι σαν Έλληνας. 2. μιλάω ή γράφω στην καθαρεύουσα, λέω ελληνικούρες. 3. μτβ., μεταβάλλω σε ελληνικό: Η τουρκική λέξη eglence… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)